ανακέφαλα

ανακέφαλα
(I)
επίρρ.
1. στο επάνω μέρος ή προς τα επάνω
2. με το πρόσωπο επάνω, ύπτια, ανάσκελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + κεφάλι (πρβλ. κατακέφαλα)].
————————
(II)
επίρρ.
χωρίς σκέψη, αλόγιστα, επιπόλαια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανακέφαλος — η, ο ασύνετος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + κεφάλι. ΠΑΡ. ανακέφαλα, ανακεφαλιά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”